- οναγρίδες
- οιβοτ. δικότυλα φυτά τής τάξης μυρτώδη τών εύκρατων και τών τροπικών χωρών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onograceae (< ονάγρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιρκαίος — α, ον (Α κιρκαῑος, αία, ον, θηλ. και κιρκέα) το θηλ. ως ουσ. η κιρκαία γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια οναγρίδες αρχ. φρ. α) «κιρκαία ῥίζα» η ρίζα τού ομώνυμου φυτού η οποία… … Dictionary of Greek
κλαρκία — η βοτ. μονοετές διακοσμητικό φυτό τής οικογένειας οναγρίδες, ιθαγενές τής Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. clarkia, από το όν. τού Αμερικανού εξερευνητή William Clarke] … Dictionary of Greek
οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… … Dictionary of Greek
οινοθήρα — (Oenothera). Γένος φυτών της οικογένειας των οινοθηριδών ή οναγριδών, της τάξης των μυρτωδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από τη Βόρεια Αμερική και το συναντάμε κυρίως στο δυτικό ημισφαίριο. Είναι φυτό ποώδες, μονοετές ή πολυετές. Τα άνθη του μένουν … Dictionary of Greek
φούξια — Γένος φυτών που αριθμεί διάφορα είδη και υπάγεται στην οικογένεια των οναγριδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για κομψότατους συνήθως θάμνους, που κατάγονται από τη Νότια Αμερική και τη Νέα Ζηλανδία και είναι κατάλληλοι για διακόσμηση σε κήπους,… … Dictionary of Greek